- συνεργώ
- συνεργῶ, -έω, ΝΜΑ [συνεργός]συντελώ να γίνει κάτι (α. «όλοι πρέπει να συνεργήσουν στην επίτευξη τών στόχων μας» β. «ὁ γνωστικὸς... εὔχεται, συνεργῶν ἅμα καὶ αὐτὸς εἰς ἕξιν ἀγαθότητος ἐλθεῑν», Κλήμ. Αλ.γ. «ταῡτα συνεργεῑν πρὸς πλῆθος καρποῡ», Θεόφρ.)νεοελλ.είμαι συνεργός στη διάπραξη αδικήματοςμσν.-αρχ.μέσ. συνεργοῦμαια) συντελούμαι, γίνομαι («οὐκ ἄνευ... αἰτιας μεγάλης ἡ τοιαύτη συνεργεῑται οἰκονομία», Γρηγ. Νύσσ.)β) βοηθιέμαι, παίρνω βοήθεια («τῶν συνεργουμένων ὑφ' ἑνὸς καὶ πλειόνων», Φιλόδ.)αρχ.μέσ. έχω συνεργούς, έχω βοηθούς.
Dictionary of Greek. 2013.